σκοροδώ — όω, Α (κυρίως το απαρμφ. ενεργ ενεστ.) σκοροδοῡν (κατά τον Ησύχ.) «συνουσιάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον, πιθ. κατ επίδραση τού τ. σμορδοῦν συνουσιάζειν (βλ. λ. σμορδοῦν)] … Dictionary of Greek
смердеть — смержу, укр. смердiти, смерджу – то же, др. русск. смьрдѣти, ст. слав. смръдѣти ὄζειν (Супр.), болг. смърдя, сербохорв. смрдjети, смрди̑м, словен. smrdẹti, smrdim, чеш. smrděti, слвц. smrdеt᾽, польск. smierdziec, smierdzę, в. луж. smjerdzic, н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σμοκορδούν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τον τ. σμορδοῦν* και έχει σχηματιστεί είτε με προσθήκη μιας συλλαβής κο είτε με συμφυρμό προς το σκοροδοῦν] … Dictionary of Greek
σμοκόρδους — Α (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς τὰς ὀφρῡς ἐγκοίλους ἔχοντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τον τ. σμορδοῦν* και έχει σχηματιστεί είτε με προσθήκη μιας συλλαβής κο είτε με συμφυρμό προς το σκοροδοῦν*] … Dictionary of Greek
σμόρδωνες — Α (κατά τον Ησύχ.) «πόσθωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμορδοῦν] … Dictionary of Greek
smerd-, smord- — smerd , smord English meaning: to stink Deutsche Übersetzung: ‘stinken” Material: Gk. σμόρδωνες pl. ‘stänker” Hes.; σμορδοῦν συνουσιάζειν; Lith. smìrdžiu, smirde ti ‘stink”, Ltv. smir̂dêt ds., Lith. smirdėle ̃ “dwarf elder”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary